νεότμητος

νεότμητος
νεό-τμητος, [dialect] Dor. [suff] νεό-τμᾱτος, ον,
A newly cut off, divided, Pl.Ti.80d, Theoc.7.134, A.R. 3.857, Dsc.2.70.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νεότμητος — η, ο (Α νεότμητος και δωρ. τ. νεότματος, ον) αυτός που κόπηκε ή τεμαχίστηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τμητός (< τέμνω), πρβλ. ρινό τμητος, ημί τμητος] …   Dictionary of Greek

  • νεότμητον — νεότμητος newly cut off masc/fem acc sg νεότμητος newly cut off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτμήτοιο — νεότμητος newly cut off masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτμήτους — νεότμητος newly cut off masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτμήτων — νεότμητος newly cut off masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοτμήτῳ — νεότμητος newly cut off masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεότμητα — νεότμητος newly cut off neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεότμητοι — νεότμητος newly cut off masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -τος — παραγωγική κατάληξη επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη to , θεματική μορφή τής επέκτασης t (πρβλ. αρχ. ινδ. crutas, αβεστ. sruta , λατ. in clutus, ελλ. κλυτός). Η κατάληξη τος απαντά κυρίως …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • ՆՈՐԱՀԱՏ — ( ) NBH 2 0443 Chronological Sequence: Unknown date ա. νεοτμήτος recens decisus. Նորոգ հատեալ. այն ինչ կտրեալ. *Նորահատք գոլով, եւ ազգակից պտղոց եւ դալարաց. Պղատ. տիմ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”